1 ἄᾰτος, -ον
• Alolema(s): ἄητος Il.21.395, A.Fr.3, Nic.Th.783; contr. ἆτος Il.5.388
• Prosodia: [ᾰᾱτος A.R.1.459, Q.S.1.217]


insaciable, desmedido, que exige todo esfuerzo ἄητον θάρσος Il.21.395, cf. Q.S.1.217, ἄατος ὕβρις A.R.1.459 (pero tb. se ha interpr. como 2 ἄατος q.u.), cf. A.Fr.3, ποηφάγος αἰὲν ἄητος Nic.l.c., cf. Hsch., Hdn.Gr.1.220
c. gen. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388, μάχης ἄατόν περ ἐόντα Il.22.218, ἄατος πολέμοιο Hes.Th.714
ἀπὸ τοῦ [ἄω Et.Sym.α 5.
• Etimología: Cf. 3 ἄω